υψηποδισμός

υψηποδισμός
ο высокий шаг (аллюр)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υψηποδισμός" в других словарях:

  • υψηποδισμός — ο, Ν (εσφ. γρφ.) βλ. υψιποδισμός …   Dictionary of Greek

  • υψιποδισμός — και εσφ. τ. υψηποδισμός, ο, Ν βηματισμός αλόγου, κατά τον οποίο τα πόδια σηκώνονται ψηλά περισσότερο από το συνηθισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πους, ποδός + ισμός*. Ο τ. υψιποδισμός μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»